Tuesday, November 3, 2015

ΛΟΥΚΥ ΛΟΥΚ - Θεραπεμό δεν έχει...

Δεν ξέρω αν υπάρχει η λέξη "θεραπεμός" στο Μπαμπινιώτη - ή σε κανέναν ανταγωνιστή - αλλά από σήμερα γενικά υπάρχει και δεν έχει μα και μου. Μπορείτε, επίσης, να τη χρησιμοποιείτε ελεύθερα, αρκεί να πίνετε ταυτόχρονα ένα ποτήρι νερό στην υγειά του γράφοντος και, προαιρετικά, να καταθέσετε 5000 ευρώ σε λογαριασμό που θα γνωστοποιηθεί άμεσα. Αυτά.

Ε λοιπόν, είχα βαλθεί ποιον μου θύμιζε τούτος ο Ότο Φον Τρεχαγύρευε. Πάντως, σε καμία περίπτωση τον καθηγητή Unrath, αλλά μ' αυτά περιτριφτήκαμε ήδη αρκετά, στα προηγούμενα. Μετά από εμβριθείς μελέτες και καταφυγή στους ειδικούς (βλ. μαμά), τελικά βρήκα την άκρη...

Δημ.Παπαθανασίου, ψυχίατρος και άλλα ευτράπελα.
Εδώ, Καλεσμένος σε εκπομπή του Kontra Channel.
Κάθε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα είναι εντελώς
συμπτωματική κι έξω από τις προθέσεις του γράφοντος.

Για του λόγου το αλοιφές...

Friday, October 30, 2015

ΛΟΥΚΥ ΛΟΥΚ - Λίγη Θεραπεία ακόμη...

Εντάξει. Με αφορμή εκείνο το μικρό σχόλιο του αείμνηστου Goscinny, έκατσα και είδα την ταινία "Ο Μπλε Άγγελος". "Der Blaue Engel" στο πρωτότυπο, "The Blue Angel" στο Pirate Bay, αλλά το τελευταίο δεν το προτείνω, καθώς κάτι πήρε τ' αυτί μου τελευταία, ότι είναι λέει παράνομο να κατεβάζεις ταινίες. Φοβερά πράγματα. Υπάρχει κόσμος που βλέπει ταινίες παράνομα. Αλήτες, ρε πούστημ. Ένα κτήνος είναι ο άνθρωπος, πραγματικά. Φτάνει όμως με τα υποκριτικά, ας περάσουμε στην υποκριτική.

Όσον αφορά στην ταινία, λοιπόν, το "συστήνεται ανεπιφύλακτα" αδικεί και την ταινία και την ελληνική γλώσσα. Θεωρώ ότι δε νοείται άνθρωπος, να λέει ότι γουστάρει κενιματόγραφο κι άλλα τέτοια κουλτουριάρικα - όπως πίτα-γύρο-τζατζίκι και Ραχμάνινοφ - και να περάσει από αυτή τη ζωή αδαής και ξένος προς τη συγκλονιστική ερμηνεία του Emil Jannings.

Ο άνθρωπος αυτός, ετούτος ο γιγάντιος ανθρώπαρος της υποκριτικής, είναι όχι μόνο όλα τα λεφτά, αλλά του χρωστάς κιόλας. Θα μπορούσε, καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας, να μην ψελλίσει την παραμικρή ατάκα. Θα μπορούσε έτσι απλά, με μοναδικό όπλο την ασύγκριτη εφραστικότητα του είναι του ολάκερου, να περάσει από μπροστά μας, έχοντας πει τα πάντα με τα μάτια, τη μύτη ή τα μάγουλα, το πηγούνι, τα χέρια ή την τουρλωτή του κοιλάρα, την κλίση του σώματος ή μόνο του αυχένα. Με μοναδικό όπλο, έστω, εκείνες τις λαλίστατες καμάρες των δακτύλων - είναι επαρκείς, πιστέψτε με - έτσι όπως μας αποχαιρετούν με τη ρίψη της αυλαίας, απέλπιδα γραπωμένες απ' το μόνο πράγμα που κάθε απελπισμένος, ανά γη και χρόνο, γνωρίζει καλύτερα απ' όλους: τη χαμένη εκείνη ζωή που πλέον δεν επιστρέφει, δεν πα' να χτυπιέσαι στο μίξερ με Αϊνστάιν, Ασίμοφ και λάδι για ξεμάτιασμα.

Μέγιστος κι ας μοιάζει ηττημένος.
Ήττα είναι μόνο για τους αγώνες, που ποτέ δε δόθηκαν.

Αλλά ο λόγος, που γράφω εδώ είναι άλλος. Όπως συνήθως δηλαδή.

Μετά τις νέες αυτές αποκαλύψεις κι έχοντας, πλέον, πλήρη γνώση της φυσιογνωμίας που, στην πραγματικότητα, γυρόφερνε μες στο μυαλό του Goscinny (μεταγενέστα και στου John Malkovich), οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ο Morris όχι μόνο αγνόησε την Γκοσίνιο επιθυμία "Je pense que le meilleur exemple est le professeur Unrath de L' Ange Bleu", αλλά της έριξε κι ένα απύθμενα αβυσσαλέο πορδοκλανίδι. Έχουμε δηλαδή, εδώ, έναν άνθρωπο που παραγγέλνει μακαρόνια με κιμά κι ο άλλος του φέρνει το χασάπη, μόνο και μόνο γιατί κι ο χασάπης έχει κιμά. Μιλάμε για έναν άνθρωπο, που σκέφτεται την Λωζάνη κι ο άλλος του στέλνει καρτ-ποστάλ απ' την Κοζάνη. Άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε και τι 'χες Γιάννη, Τύχο Μπράχε.

Ο αξιαγάπητος καθηγητής Unrath όχι μόνο στην εμφάνιση, αλλά ούτε στο γενικότερο του χαρακτήρα, έχει την οποιαδήποτε σχέση με τον καραγκιόζη Ότο Φον Χίμπεργκαϊστ και συνεκδοχικά με τον καραγκιόζη Morris. Ο εγωισταράς καλλιτέχνης δεν κατάφερε να ξεπεράσει το εγώ του και μας πλάσαρε έναν καθηγητή, όπως τον είχε αυτός στο μυαλό του κι ούτε στο παραμικρό από την εκδοχή του σεναρίστα.

Ο καθηγητής Unrath, μέσα στα άγρια και καρικατουρίστικα ξεσπάσματά του, είναι ένα γλυκύτατο πλάσμα. Είναι ένας άνθρωπος, που άφησε τη ζωή του να κυλήσει και να φύγει, μέσα στα βιβλία και τη σκόνη. Κι όμως, ακόμα κι εκεί, στο γλυκό του σούρουπο, έχει την ταπεινότητα να ερωτευτεί ξανά. Έχει τη διονυσιακή σοφία να μεθύσει και ν' αφήσει την καρδιά του ορθάνοιχτη. Η καρικατούρα που φτιάχνει ο Jannings είναι κωμικοτραγικά αξιολάτρευτη. Θες να τον σφίξεις στην αγκαλιά σου και να τον γεμίσεις φιλιά. Κάθε που χαμογελάει, χαμογελάει από τέτοιο βάθος, που σε κάνει πραγματικά να αναρωτιέσαι αν αυτός ο άνθρωπος είχε πρώτερα στη ζωή χαμογελάσει ξανά. Ρουφάει την ευτυχία με τον ίδιο αυθορμητισμό, το ίδιο δώσιμο, που ένα παιδί θα βουτούσε σ' ένα δωμάτιο γεμάτο με πολύχρωμα μπαλόνια. Δυστυχώς, το ίδιο ακόρεστα, βουτάει στη συνέχεια και στην αυτοκαταστροφή του.

Γούτσου γούτσου...

Ο καθηγητής Ότο του Morris δεν είναι γλυκούλης. Δεν είναι ο σοβαρός επιστήμονας, ο πλήρης από τη βεβαιότητα της γνώσης ή την εντρύφυση στην αναζήτησή της. Δεν έχει ούτε καν την καρικατουρίστικη αξιοπρέπεια που αποπνέει ο Αυτοκράτορας Σμιθ ή το Τρυφερό Πόδι. Είναι ένας αντιπαθητικός και αλαζόνας ξερόλας και στο τέλος, σαν ξεσπούν πια τα κόμπλεξ του, ξεσπούν όμοια με τα γινάτια ενός κακομαθημένου παιδιού, χωρίς στο παραμικρό να πείθει ότι πρόκειται για ξέσπασμα καμιάς ζωής καταπιεσμένης. Ο καθηγητής Ότο ήταν πάντα ένας απροκάλυπτος μαλάκας, ήταν το κωλόπαιδο απ' το πίσω θρανίο, που κολλούσε την πράσινη μύξα του στο σβέρκο σου. Τέτοιο κωλόπαιδο παραμένει, μέχρι τέλους. Με τη γλιτσώδη του φάτσα, δε θ' απορούσε κανείς αν τον συναντούσε καταμεσίς ενός ρωμαϊκού οργίου, ανάμεσα σε αξύριστα αιδοία και ιδρωμένα αρχίδια. Όπου και με δυσκολία θα μπορούσες να ξεδιακρίνεις τη φάτσα του απ' τα προηγούμενα. Ούτε σε τσόντα επιστημονικής φαντασίας, ωστόσο, δε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τον γραφικό αλλά βαθιά αξιοπρεπή Unrath σε μια παρόμοια σκηνή. Ακόμα κι αυτοί οι τραπεζίτες, που στο διάβα της εικονογραφήγησης εγκαταλείπουν μια ζωή ξοδεμένη στα έσοδα των άλλων, έχουν μια ποιότητα ασύγκριτα συγγενέστερη προς εκείνη του καθηγητή Unrath, παρά προς αυτή του μαλακομπάμπουρα Ότο.

Αυτά. Έτσι για να βάζουμε μερικά πράγματα στη θέση τους και στ' αρχίδια μας, αν αγαπάμε Morris. Η αγάπη μας δεν είναι τυφλή και σκατά να φάει ο παλιο-εγωίσταρος.

Υστερόγραφον

Κι ένα μικρό δώρο: Ραντανπλάν στη μοναδική του ίσως αναλαμπή ευφυίας ever! (Δεν ξέρω τι έκανε αργότερα στα ιδιαίτερα τεύχη, φέροντα το όνομά του, στα οποία και πρωταγωνιστούσε, αλλά χέστηκα κιόλας, καθώς ήταν από τις χειρότερες δουλειές του Morris).

Πλαν-Ταν-Ραν

Saturday, September 5, 2015

ΛΟΥΚΥ ΛΟΥΚ - Η Θεραπεία των Ντάλτων...

"Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΝΤΑΛΤΟΝ" (Εκδ. ΜΑΜΟΥΘΚΟΜΙΞ) είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό κόμικ. Αποτελεί αληθινό μνημείο της 9ης Τέχνης. Φυσικά, όσον αφορά στην κατηγορία κιλών την οποια αγωνίζεται, μην πάτε και μου το συγκρίνετε με τίποτε Θόργκαλ και δεν ξερω 'γω. Ξεχωρίζει βέβαια όχι μονάχο του, παρά ως μέρος μιας αγαπημένης ντουζίνας ΛΟΥΚΥ ΛΟΥΚων, τα οποία έχουν καθιερωθεί στη συνείδησή μου ως all-time-classics, γράφοντας παράλληλα τις δικές σας συνειδήσεις στα παλιά μου Zita Hellas. (Σηκώθηκα να ψάξω τα ράφια μου, για να σας μεταφέρω μερικά παραδείγματα ακόμα, αλλά στην πορεία βαρέθηκα και ξανακάθισα. Άλλη φορά, ρεμάλια. Σε άλλο post). Κλασικό σε όλα του, λοιπόν: από την εξαιρετική καλλιτεχνική περίοδο ενός σχεδιαστικά ώριμου και γεμάτου αυτοπεποίθηση MORRIS, έως και την άριστη έκφραση, πλοκή και στήσιμο ενός GOSCINNY, που - δυστυχώς ή ευτυχώς - δεύτερο σε ταλέντο και ικανότητα δεν έχει βγάλει η ιστορία των comics. Η των Ντάλτον Θεραπεία, διαβάζεται ανεξαιρέτως από κάθε ηλικία, φύλο, θηλαστικό ή κολεόπτερον, αλώβητο απ' το χρόνο, τη σκουριά και την κατάθλιψη, εφάμιλλο ενός κλασικού λογοτεχνικού έργου, άξιο να σταθεί δίπλα σε έναν Γκόγκολ, έναν Τσιφόρο ή έστω μια Σώτη Τριανταφύλλου.

Μέσα στο χάος του διαδικτύου, διαβάσαμε και το εξής:
«
(Μιλάει ο δάσκαλος Goscinny) Je pense que le meilleur
exemple est le professeur Unrath de
L'Ange bleu (...) Petit
nez rond, visage sérieux et un peu porcin.»
Si l'Himbeergeist
créé par Morris ne s'avère pas une copie conforme de l'acteur
allemand Emil Jannings, il correspond pourtant fidèlement
à la description du scénariste.

Η επίτευξη της χρυσής τομής στη συνταγή, η τέλεια αναλογία δηλαδή μεταξύ των μερών, αλλά και των μερών με το σύνολο, αποκαλύπτεται περίτρανα στον αντίκτυπο που έχει το έργο, στο πρόσωπο του μέσου αναγνώστη (εμού εν προκειμένω). Ενθυμούμαι - με αφειδώλευτη συγκίνηση - τα ζεματιστά καλοκαίρια εις Λουτρακίους, ένθα η εισήγηση του μεσημεριανού ύπνου είχε πάντα ήχο και άρωμα πολυκαιρισμένων χαρτιών. Βλέπεις, καλέ αναγνώστη, στους πάγκους του λατρεμένου Πρακτορείου Εφημερίδων & Περιοδικών περίμεναν έτη επί ετών οι σωροί με τα παλιά τεύχη, απ' ό,τι τεύχος μπορούσε να φανταστεί και να επιθυμήσει η παιδική φαντασία: τίποτε λιγότερο, δηλαδή, από τα πάντα.

Για κάποιο άρρωστο, φροϋδικό λόγο, την τιμητική τους τότε κατείχαν οι ανεκδιήγητοι ΑΝΤΙΡΙΞ & ΣΥΜΦΩΝΙΞ, όπου με τρόπο τινά μαγικό κατάφερναν - σχεδόν πάντα - να μου κόβουν την ανάσα απ' το ασυγκράτητο, νευρικό γέλιο. Ασυνείδητα, θεωρούσα - τότε - με όλο μου το είναι, ότι δεν υπήρχε περίπτωση στο απιθανικομμύριο, να διαβάσω ποτέ στη ζωή μου κάτι πιότερο ξεκαρδιστικό από το μαλακάκο IBANEZ. Σήμερα, χαζεύοντας τα ίδια ακριβώς τεύχη, έχω πάει στο άλλο άκρο: βαρετά, φτωχά, ευτελή και άδικα αποτυχημένα - δηλαδή μια χαμένη ευκαιρία. "Ε και;" θα μου πείτε "χεστήκαμε". Μπάστα και δεν τελείωσα. Γιατί τα λέω όλα αυτά, λοιπόν, εκτός από εμετική φλυαρία, ποιητική αδεία και φιλοδοξία να γίνω δεύτερος Δοστογιέφσκι, που - όπως λένε οι κακές γλώσσες - πληρωνόταν με τον όγκο;

Παραμιλώ, λοιπόν, για το συγκριτικό του πράματος. Ενώ, δηλαδή, υπάρχουν comics τα οποία με την πατίνα του χρόνου ξεθυμαίνουν, κιτρινίζουν και γαριάζουν, υπάρχουν άλλα που διατηρούν τη φρεσκάδα τους ανεξάντλητη, σα να μην πέρασε μια μέρα από εκείνα τα ζεστά λουτρακιώτικα μεσημέρια. Όπου, κρατώντας ένα Λούκυ Λουκ στα χέρια, μπορεί να μην ξεσπούσες σε σπαρταριστές κραυγές κάθε τρεις και λίγο, στεφάνωνε όμως το πηγούνι σου ένα μόνιμο, ζεστό χαμόγελο, σκάζοντας εδώ κι εκεί ένα πνιχτό γελάκι. Κι όμως, η γλυκιά ετούτη διακριτικότητα, παρ' ότι έχανε εν πρώτοις στα σημεία, έκρυβε ωστόσο μέσα της μια δύναμη δυσανάλογα βαθύτερη, από εκείνη του διονυσιακού ξεσαλώματος. Όχι μόνο γιατί, διαβάζοντας την ίδια και την ίδια ιστορία στα 10, 20, 30 ή 40 σου, το χαμόγελο αυτό επανεμφανίζεται ξανά και ξανά με την ίδια γλύκα, την ίδια ακόρεστη αφέλεια, αλλά και για έναν λόγο ακόμη, ουσιαστικότερο και πιο δύσκολο να συλληφθεί απ' τον όγκο των συμφραζομένων.

Είναι γιατί το ακατάσχετο ξέσπασμα μέχρι δακρύων σε άφηνε κατόπιν αποκαμωμένο και αδειανό, έχοντας θυσιάσει κάθε νοητική ενέργεια, στο βωμό της υπερβολής. Αυτό που (δε) νιώθεις είναι πως τελικά σ' έχουν χρησιμοποιήσει ως παθητικό δέκτη, ώστε να σε αποτελειώσουν με απανωτά χτυπήματα γκροτέσκου και κακαισθησίας. Από την άλλη στέκεται η χαλαρή δύναμη, η ποιότητα εκείνη που σε βλέπει στα ίσα και ζητάει συμμέτοχο ή συνένοχο. Γιατί δίχως τη συνενοχή του νου, δίχως το πονηρό κλείσιμο του ματιού, που απαιτεί από σένα (τον αναγνώστη) να πιάσεις το υπονοούμενο ή την ικανότητα μιας στοιχειώδους μετάφρασης, μιας δεύτερης ανάγνωσης, το μεγαλύτερο μέρος ενός Λούκυ (ενός Goscinny κατ' επέκταση) πηγαίνει στράφι κι άκλαυτο, περνάει ανέγγιχτο κι ανυποψίαστο.

Ακόμα κι ένα ζώον μπορεί να καταλάβει και να γελάσει με μια χοντροκομμένη κλωτσιά που δόθηκε. Χρειάζεται ωστόσο ένα διαφορετικό υπόβαθρο, ώστε να γίνει αντιληπτή η κλωτσιά εκείνη που δεν δόθηκε. Όταν κλείνεις ένα Λούκυ Λουκ (ή γενικότερα ένα έργο, της λαμπρής εκείνη Goscinny-ας εποχής) αισθάνεσαι πλήρης και όχι αδειανός. Αισθάνεσαι εξυπνότερος και όχι χάχας. Αισθάνεσαι πλουσιότερος και σίγουρα όχι ακριβώς ο ίδιος, με το άτομο εκείνο που ξεκίνησε να διαβάζει λίγα λεπτά νωρίτερα. Μήπως αυτό δεν είναι κι η Τέχνη από μια άποψη; Εκείνη η εμπειρία που δε σ' αφήνει αδιάφορο ή αμετάλλαχτο, αλλά πριν καλά καλά το καταλάβεις έχει χτίσει στο είναι σου καινούργια μονοπάτια κι εσύ στέκεσαι ήδη στα μισά του δρόμου.

Η πολλαπλότητα της σημειολογίας δεν έχει να κάνει μόνο με τα σημαίνοντα, αλλά και με τη μεταξύ τους σχέση. Ένας άσχετος ποντικός με πατερίτσες, που θα μ' έκανε να ξεσπάσω σε χαχανητά στους Αντιρίξ & Συμφωνίξ, θα ήταν ακριβώς αυτό: άσχετος με τα πάντα. Εδώ ο Ρανταπλάν δεν είναι απλά ένας άσχετος σκύλος που κοιμάται: είναι ένα σκύλος που κοιμάται ενώ δίπλα του γίνεται της πουτάνας, όσπερ μας αποκαλύπτει κάτι για το χαρακτήρα του. Χωρίς διόλου να επιβαρύνεται η αφαιρετικότητα, οι Morris και Goscinny επιτυγχάνουν ένα πυκνογραμμένο καρέ: Ρανταπλάν, Τζόε και Αβερέλ λειτουργούν σε τρεις διαφορετικές σημειολογίες, που αλληλοπλέκονται στο λιτό σύνολο. Παρατήρηση: σημειώστε τη χαρακτηριστική τεχνική του Morris να ενοποιεί ή να αποκολλά με την χρωματική ομαδοποίηση συνόλων, πχ. εδώ με κόκκινο το θερμό επεισόδιο.

Ο εκπληκτικός Morris δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το μεγαλείο του συνεργάτη του, στο δικό του ωστόσο τομέα. Ο Morris της περιόδου αυτής δεν είναι ούτε ο πρώιμος Morris, που ακόμη γυρεύει το στιλ του με καρικατούρες αφελείς και μαλθακές, ούτε ο ύστερος Morris, που έχει πλέον πλαδαρέψει κι ίσως-ίσως βαρεθεί και λιγάκι. Είναι ο Morris ο Κορυφαίος, με σκίτσο και γραμμές ζωηρά και σίγουρα, πενάκι σταθερό και συνεπές στις προθέσεις, καρικατούρες εξαιρετικής αφαίρεσης χωρίς να γίνονται πρόχειρες κι άριστο μινιμαλισμό του αγριο-δυτικού περιβάλλοντος χώρου (εσωτερικού ή εξωτερικού), ο οποίος ουδέποτε εκπίπτει σε φτώχεια ή αδαημοσύνη. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πίσω από τις γραμμές του Morris του Κορυφαίου, υφέρπει μια λανθάνουσα ειρωνία. "Πίσω απ' τις γραμμές" εννοώ, δηλαδή, όχι με αυτό που σχεδιάζει, παρά με τη μανιέρα που το σχεδιάζει. Μανιέρα, η οποία δένει αόρατα και απαράμιλλα με το ορατό χιούμορ του σεναρίου. Πολύ δε περισσότερο, το συμπληρώνει και το ολοκληρώνει.

Η νόμιμη βία, η παράνομη βία και η επιστήμη σε ρόλο μεσάζοντα.
Η (μάλλον ακούσια) σημειολογία είναι τόσο ισχυρή, ώστε ό,τι κι
αν πω θα την περιορίσω. Πολιτικό σχόλιο: όσο η επιστήμη δεν
πολιτικοποιείται θα λειτουργεί , αναγκαστικά, μέσα στο
μεγάλο κύκλο.

Καθένας με τον πόνο του...

Αυτό το χιούμορ, ούτε περιγράφεται, ούτε γίνεται ανέκδοτο.
Είναι λεπτό, είναι έξυπνο, είναι ελεύθερο κι ωραίο!

Φυσικά, όπως θα έχετε καταλάβει ήδη, δεν υπάρχει περίπτωση εδώ να διαβάζετε περιλήψεις κι άλλες τέτοιες αηδίες. Δεν υπάρχει πιο χαζό πράγμα από το να κάνεις περίληψη ενός comic, παρά μόνο άμα θες να το πουλήσεις. Θεωρώ πολύ καλύτερο να μου πει κάποιος αν του άρεσε ή όχι και για ποιους λόγους. Την περίληψη μπορώ να την κάνω και μόνος μου. Για την ιδιαίτερη, προσωπική ματιά όμως του καθενός είναι που έχω και τον καθένα πραγματική ανάγκη. Έτσι κι εδώ, μπορεί να πλατείασα - κατ' εξαίρεση βεβαίως, αφού γενικά είμαι λαγωνικότατος - αλλά ελπίζω στην τελική να κατάφερα να υποδείξω ένα μικρό έστω μέρος του τρόπου, με τον οποίο αντιλαμβάνομαι την εκλεκτή συνεργασία δύο μεγάλων δημιουργών. Και, μάλιστα, για μια περίοδο που ξεπερνά την "Θεραπεία" καθαυτή και αγκαλιάζει την επίτευξη ενός συνόλου έργων τους, εφάμιλλων σε ποιότητα και αξία.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
...I'm a long long way from home...

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Μπορεί ο Goscinny να είχε στο μυαλό του κάτι σαν αυτόν,
ωστόσο, ορθά ο Morris προσέθεσε στον καθηγητή Otto
μερικές πινελιές, ωσάν το μάτι του να δανείζεται ποσοστό
εκ της των ασθενών του γυαλάδας.

Μοναδική μου ένσταση, ίσως, οι προτεταμένοι όδοντες.
Θα μου πείτε "Είσαι απλώς γεροντοκόρος ή έχεις
και κάτι να αντιπροτείνεις"; Το πρώτο μάλλον.

Friday, July 17, 2015

Η ΠΑΡΕΑ ΤΩΝ 5 - Πέντε κεφάλια με δώδεκα πόδια...

Η "ΠΑΡΕΑ ΤΩΝ 5" είναι ίσως ο βασικότερος λόγος, που ευχαριστώ το Θεό για το περιοδικό ΜΠΛΕΚ, αφού κι η στραβή Μαρία γνώριζε πως το ΑΓΟΡΙ ήταν πάντα πολύ πιο hard-rock και cool. Φυσικά, οι "5" δεν ήταν παρά μια στιγμή στην πορεία του Μπλεκ, μια μικρή στιγμουλίτσα η οποία κάποτε ξεκίνησε και κάποτε τελείωσε. "Δυστυχώς" λέγω, καθόσο ο ίδιος ο Μπλεκ ήταν ένας από τους πιο ξενέρωτους-ever ήρωες, που πέρασε από τα χρονικά του "Διαβάζω ότι να 'ναι, γιατί είμαι 8 χρονών". Τόσο ξενέρωτος ώστε αν ήταν αρτοποίημα θα ήταν παξιμάδι. Δυσκολεύεσαι ακόμα και να τον πεις ήρωα. Περισσότερο, φέρνει στο μυαλό αποτυχημένο κιθαρίστα των Europe ή την Αλίκη Βουγιουκλάκη με ποντίκια. Δε θα 'ταν καλύτερα - δε θα ντρεπόμασταν λιγότερο; - αν ζητούσαμε απ' το περίπτερο το "ΠΑΙΔΙ ΠΑΝΘΗΡΑΣ";;; Το παιδί που τα έσπαγε και ήταν σταθερά το πρώτο πράγμα που διάβαζαμε και μας έφερνε πιο κοντά στον αραβικό πολιτισμό, καθώς ξεκινούσαμε την ανάγνωση ΠΑΝΤΑ από τις τελευταίες σελίδες;;; Αν λοιπόν με ρωτούσατε "Ποια είναι η αγαπημένη σου στάση;" ή "Γιατί τα συσκευασμένα ντοματίνια δεν είναι τόσο νόστιμα, όσο τα ντοματίνια του θείου Κώστα, από το Άργος;", προφανώς δε θα σας απαντούσα γιατί θα ήταν παντελώς άσχετες ερωτήσεις. Αν όμως με ρωτούσατε "Για ποιο πράγμα ακριβώς θα μετάνιωνες περισσότερο, αν το Μπλεκ δεν είχε εκδοθεί ποτέ;" η απάντησή μου - με εξαίρεση το cult και πέραν σύγκρισης Πανθηρόπαιδο - θα ήταν σταθερά η ίδια κι η ίδια, δηλαδή η ομολογία της εισαγωγικής μου φράσης. Προφανώς για τον ίδιο ακριβώς λόγο, πήρα μια μέρα τα δυο μου δάχτυλα (δείχτη και αντίχειρα) κι απέσπασα τις σελίδες των "5" από τα πρωτότυπα τεύχη του Μπλεκ (μεγίστη μαλακία φυσικά, που δεν κράτησα ολόκληρο το περιοδικό - περνούσα τότε και-καλά-σφοδρή φάση ωρίμανσης!) και τις φυλάω ακόμα προσεκτικά μέσα σε ντοσιέ με σελοφάν, υπό κανονικές συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας.

Η "Παρέα των 5" είναι συνώνυμο της δροσιάς, του καλοκαιριού και της θάλασσας (ακόμα κι όταν ο καιρός βαραίνει και μας κάνει νερά). Ταυτίζεται όχι με την αφελή παιδικότητα του ΠΟΠΑΫ ή του ΣΕΡΑΦΙΝΟ, αλλά μ' εκείνη την παιδικότητα, που παραδίδεται σιγά-σιγά στην εφηβεία. Οι χαρακτήρες δεν έχουν καμία σχέση με τα χαζοχαρούμενα ΣΤΡΟΥΜΦΑΚΙΑ ή τον BENOÎT BRISEFER του PEYO ("ΠΙΚΟΣ Ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ", στα ελληνικά - αν έχετε το Θεό σας!), καθώς οι χαρακτήρες δεν παρασύρονται από τις συγκυρίες, έρμαιοι όπως ένα παιδί, αλλά παίρνουν πρωτοβουλίες κι αναλαμβάνουν ευθύνες. Οι "5" - δηλαδή, οι 4 καθότι ο Ντάγκο είναι ένα κωλόσκυλο του κερατά, που δε στρώνει τον κώλο του σ' ένα μέρος - είναι ο πρωτο-μούστακος έφηβος, δηλαδή το μετά-παιδί που έχει αποκτήσει πια αρκετή αυτοσυνειδησία, ώστε απαιτεί να το αντιμετωπίζεις σαν ενήλικα, γυρεύοντας τη θέση του στον κόσμο.

Ωστόσο, ακόμη κι αυτές οι καλά δουλεμένες λεπτομέρειες, έχουν τα δικά τους εσωτερικά όρια, καθώς οι χαρακτήρες των πρωταγωνιστών, ποτέ δεν αποκτούν περισσότερο βάθος απ' όσο χρειάζεται (όπως πχ. ο ΘΟΡΓΚΑΛ ή ο ΚΟΡΤΟ ΜΑΛΤΕΖΕ), ώστε να πάψουν να παραμένουν comic-σικοί, δηλαδή κωμικοί κι αυθόρμητοι. Το γεγονός, πάντως, ότι οι χαρακτήρες των 4 + 1 είναι καλά δουλεμένοι και πειστικοί, οφείλεται - το πιθανότερο - στις λογοτεχνικές τους καταβολές, καθώς δηλαδή προϋπήρχαν ως βιβλία για τους μικρούς μας φίλους, των οποίων τα comics δεν αποτελούν παρά ελεύθερες αποδόσεις και διασκευές. Το γεγονός δε ότι βαθαίνουν όσο πρέπει και όχι περισσότερο είναι σοφή επιλογή, καθώς το comic προορίζεται προφανώς για να σε διασκεδάσει κι όχι για να σε κάνει να σκάσεις για την καταγωγή και το πεπρωμένο του ανθρώπου, όπως κάθε φορά που διαβάζεις το λογαριασμό της ΔΕΗ.

Εδώ, φυσικά, δε θα κάνω μνεία σε όλη τη σειρά - που δεν είναι και ιδιαίτερα μεγάλη - αλλά μονάχα στις τρεις ιστορίες, που γνώρισα και αγάπησα, μέσω του Μπλεκ.

1 - Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΙΝΚΑΣ - Και πήδηξε ο μικρός θεός...

Από κάποιο τεύχος του Μπλεκ. Συγκίνηση!

Ευθύς αμέσως, παραθέτω ένα ολοσέλιδο της ιστορίας και στο καπάκι θα προβώ σε άτακτο σχολιασμό...

1 + 1 + 1 + 1 + 1 = 5

Δεν χρειάζεται πολύ ώρα ή πολλές γνώσεις, για να καταλάβει κανείς ότι το πενάκι του ΒΕΡΝΑΡΔΟΥ DUFOSSÉ είναι υποδειγματικό, από πολλές απόψεις! Άριστες ανατομικές σχέσεις και θέσεις-στάσεις σωμάτων. Εξαιρετική συνέπεια φυσιογνωμιών, από καρέ εις καρέν - κάτι για το οποίο τρέφω ιδιαίτερη ευαισθησία, μαζί με το lettering.

Αλλά η κορυφαία του ικανότητα είναι η παρακάτω: δεν υπάρχει ούτε ένας ήρωας, ο οποίος να στέκεται κάπου αδιάφορος, σα συμβατική, σχεδιαστική υποχρέωση ή βάρος. Παρά, καθείς με την τρέλλα του, συμπεριφέρονται όλοι - σχεδόν παντού - σύμφωνοι προς την ιδιαίτερη προσωπικότητά και τα χούγια τους. Εδώ ο Dufossé υποδεικνύει μια άριστη ικανότητα: άλλοτε με μια γκριμάτσα, άλλοτε με μια κίνηση του χεριού ή μια στάση του σώματος, άλλοτε μ' ένα βλέμμα. Έτσι, απλά, δίχως σεναριακούς πλατειασμούς αλλά με περισσή λιτότητα (σχεδόν δωρική) αναπτύσσονται στην εντέλεια όλοι οι χαρακτήρες, από την πρώτη σελίδα - κι αν θέλουμε να το τραβήξουμε ακόμη περισσότερο, σχεδόν από το πρώτο καρέ, τα πάντα έχουν ήδη μπει στη θέση τους. Απλά εξαιρετική δουλειά!!!

Τα σώματα βρίσκονται σε μια διαρκή κίνηση, με εσωτερική ένταση, έναν ανεξάντλητο δυναμισμό, γεμάτα σφρίγος, δροσιά κι ενέργεια. Κι εδώ ο Dufossé τα καταφέρνει άριστα, να αποδώσει τη φρεσκάδα μιας νεανικής περιπέτειας. Αντίθετα από τον Μαντ Νόρτον, όπου υπήρχε μια καλοδουλεμένη θεατρικότητα των σωμάτων ώστε να μην εκπίπτει η φυσικότητα, εδώ τα σώματα υπερβάλλουν, στα όρια του θεατρινισμού. Κι ωστόσο, αυτή η ρήξη με το μέτρο δεν γίνεται εμετική, όπως στις τεχνικές κλισέ των αμερικάνικων υπερηρώων, όπου δεν εξυπηρετούν παρά το θέαμα και τίποτε περισσότερο. Αν βγάλεις το κεφάλι απ' τον έναν σουπερ-ήρωα και το κολλήσεις σε κάποιον άλλο, δε θα καταλάβει κανείς τη διαφορά: ίδια μπράτσα, ίδια μπούτια, ίδια κατσαρά μαλλιά. Στους "5" όμως, η ευρωπαϊκή κουλτούρα καταδεικνύει για πολλοστή φορά την ανωτερότητά της: τα σώματα "εκτροχιάζονται" απ' το τυπικό, γιατί εξυπηρετούν αλλού την προσωπικότητα του φέροντα κι αλλού αυτή καθαυτή τη δράση. Να το πω κι αλλιώς: η υπερβολή είναι συστατικό κομμάτι της δημιουργίας κι όχι αξεσουάρ που επιβάλλει η μόδα ή πλαφόν που επιβάλλει η συνήθεια κι η καλλιτεχνική οκνηρία.

Απολαμβάνουμε συνέπεια: ο καθένας ασχολείται με την ιδιαίτερη κλίση του,
σε άκρα συμφωνία με τις συμπεριφορές που παρατηρήσαμε στα προηγούμενα καρέ...

Αν μας εκβίαζε τώρα κανείς να βρούμε, ντε-και-καλά, κάτι αρνητικό, θα μπορούσαμε να παραδεχτούμε ότι τα καρέ είναι τόσο πυκνογραμμένα, γεμάτα λεπτομέρειες που συχνά καβαλάνε και τα γειτονικά καρέ, ώστε η σελίδα μοιάζει βαρυφορτωμένη κι ίσως κουραστική στο μάτι και την ανάγνωση. Επειδή όμως μιλάμε για τις (αναγκαστικά) φτηνές προδιαγραφές ενός λαϊκού, εβδομαδιαίου περιοδικού της δεκαετίας του '80, τότε οι παρατηρήσεις αυτές έχουν βάση, πιθανότατα, αλλού και όχι στο comic καθαυτό. Αν οι σελίδες ήταν εκτυπωμένες στο μεγαλύτερο σχήμα ενός αυτόνομου comic, όπως πχ. ο Αστερίξ, τότε το μάτι μπορεί να χόρταινε από τον πλούτο, αντί να κουράζεται. Αν οι σελίδες ήταν όλες έγχρωμες κι όχι 2-2 εναλλάξ, ίσως οι λεπτομέρειες αναδεικνύονταν αντί να ισοπεδώνουν τη σελίδα. Ήδη, στο παραπάνω έγχρωμο απόκομμα από το Μπλεκ, η διαφορά είναι περισσότερο κι από εμφανής. Φανταστείτε τώρα, αν αντί για τα φτηνά χαρτιά και μελάνια, είχαμε το ίδιο ακριβώς εκτυπωμένο με πλούσια και ζωντανά χρώματα, πάνω σε χαρτί καλής ποιότητας (και φυσικά ΜΑΤ, ΜΑΤ, ΜΑΤ!!! κι όχι εκείνες τις γυαλιστερές μαλακίες, που αλλάζεις στο κρεβάτι όλες τις δυνατές στάσεις, μέχρι να βρεις εκείνη τη μοναδική γωνία 0,05 ακτινίων, όπου το πορτατίφ δεν ξαμολάει ορδές φωτονίων καραντάν πάνω στο οπτικό σου νεύρο!). Εντάξει, το φανταστήκατε;; Όχι ε; Ε καλά κι εμείς χεστήκαμε...

Παλαιοπωλείο, βράδυ, παράνομα, με την
αγαπημένη σου παρέα: το φετίχ κάθε πιτσιρικά!!!

Υστερόγραφο 2019

Μα καλά, πού πήγαν τα νούμερο 2 και 3;; Τα σχολίασα ποτέ και πήγαν άκλαφτα από την κλασική διακοπή ρεύματος, η οποία καραδοκεί ένα δευτερόλεπτο και μισή σκέψη πριν απ' το πολυπόθητο save, ή το ξέχασα εντελώς με παντελώς;; Πω ρε φίλε, γι' αυτό δε με διαβάζει κανείς! Όχι γιατί γράφω μαλακίες, αλλά πρωτίστως γιατ' είμαι ασυνεπής!

Friday, July 10, 2015

ΜΑΝΤ ΝΟΡΤΟΝ - Τονε ξέρει η μάνα του;;

Τι ξετρύπωσα πάλι ο πούστης!! Σκαλίζοντας τ' αρχεία μου, για την δακρύβρεχτη υπόθεση της "Ελληνικής Μυθολογίας" - η οποία ευθύνεται επίσης για τη νεκρανάσταση του Νίκου Τσιφόρου, που περιφέρεται έκτοτε ως βαμπίρ σε Πεδίον του Άρεως και Central Park, ρωτώντας περαστικούς κι ανύποπτους, έλληνες κομίστες, αν γνωρίζουν τον Παγώνη και τον Βλαχάκη κι αν η απάντηση είναι αρνητική τους πίνει το μελάνι - έπεσα πάνω σε ένα σωρό ξεχασμένα διαμάντια!! Διαμάντια ανυπολόγιστης καλλιτεχνικής - κι επιπλέον συναισθηματικής - αξίας, αποκομμένα και φυλαγμένα με φροντίδα, από παλιά τεύχη των ΜΠΛΕΚ, ΑΓΟΡΙ, ΜΑΝΙΝΑ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ και τα σχετικά. Όχι ρε κόθορνοι, δε ντρέπομαι για τα δύο τελευταία. Αν θέλετε μάλιστα να μάθετε, μερικούς από τους θαυμασιότερους σχεδιαστές, τους συναντούσες εξίσου σε Μπλεκ ή Αγόρι, σε ιστορίες περιπετειώδεις ή γεμάτες περιπέτεια, κι εξίσου σε Μανίνα ή Κατερίνα, σε ιστορίες κοινωνιώδεις ή γεμάτες κοινωνία. Καραγκιόζηδες και μόνο που το σκεφτήκατε, να με κοροδέψετε. Στο κάτω-κάτω, δεν τ' αγόραζα εγώ. Ένας φίλος μου.

Ένα από αυτά τα μικρά, ξεχασμένα διαμάντια ήταν και ο ΜΑΝΤ ΝΟΡΤΟΝ, που - χωρίς να είναι 100% βέβαιο - πρέπει να δημοσιεύτηκε αρχικά στην ΚΑΤΕΡΙΝΑ (όχι τη Σούπερ, την άλλη με τα λιγότερα οκτάνια). Τα παιδιά στο COMICS TRADES ισχυρίζονται ότι δημοσιεύτηκε στο ΜΠΛΕΚ Νέας Περιόδου ως ΜΑΝΤΥ ΡΙΛΕΥ (έτσι, χωρίς διαλυτικά! προφανώς, οι κολοσσοί του Μπλεκ ρεύονταν από ικανοποίηση, κάθε φορά που διάβαζαν "Ρίλεφ"!), αλλά τα φυλαγμένα μου αντίτυπα είναι τόσο κίτρινα, που δεν μοιάζουν να 'χουν καμία σχέση με τίποτα νέο. Άσε που έχουν κάτω-κάτω promotion της Κατερίνας. Άσε που σε διάφορες, παρεμβαλλόμενες στήλες, η θεματολογία είναι τόσο φλώρικη, ώστε οι συμβατικές, κοινωνικές προκαταλήψεις μόνο σ' ένα κοριτσίστικο περιοδικό θα παρέπεμπαν. A, το δικό μου έχει κι άλλο τίτλο! Το είπαμε;;;

Το μόνο εύκολο, λοιπόν, ήταν να ανακαλύψω το σχεδιαστή, καθώς σε κάθε σελίδα έβαζε τη τζίφρα του. Πρόκειται, λοιπόν, για δουλειά του εκπληκτικού Αργεντίνου ERNESTO RUDESINDO GARCIA SEIJAS. Είναι αλήθεια, ότι η Αργεντινή έχει βγάλει ένα σωρό ΤΙΤΑΝΕΣ του σχεδίου κι είναι κρίμα, που στη χώρα μας έφταναν συνήθως ανώνυμοι ή ξώφαλτσοι. Να βρω, ωστόσο, ποια διαολεμένη, πρωτότυπη δημιουργία του έφτασε στη χώρα μας ως Μαντ Νόρτον, μου έβγαλε την πίστη για ώρες ατελείωτες. Η βεβαιότητα, πως ο πρωτότυπος τίτλος δε θα είχε καμία σχέση με "Μαντ" ή "Νόρτον", δε βοήθησε και ιδιαίτερα. Είναι σα να ψάχνεις την ταινία "The Shawshank Redemption", ρωτώντας τον κόσμο αν ξέρει κάτι για την "Τελευταία Έξοδο Ρίτα Χέιγουορθ". Στην καλύτερη, θα σου απαντήσουν να πας από τον περιφερειακό Υμηττού και να ξαναρωτήσεις στο δρόμο. Τελικά, μόλις πριν 5 λεπτά - κι ενώ είχα αποφασίσει να ολοκληρώσω αυτή την ανάρτηση, εν αγνοία της αληθινής αλήθειας - το βρήκα, σχεδόν αναπάντεχα και κατά τύχη, που αλλού; παρά σε μέρος, που είχα σαρώσει επανειλημμένα κι άκαρπα: στην επίσημη σελίδα του Seijas. Όχι ως Μαντ Νόρτον, φυσικά, αλλά ως MANDY RILEY. Ετσι, με αυτή τη γνώση στην αιχμή του δόρατός μου, ήταν πλέον εύκολο να διαρρήξω, ασύστολα και ξεδιάντροπα, τα παραπετάσματα του διαδικτύου.

Και καλά το Μάντυ Ρίλεϋ, από Μάντυ Ράιλι, μπορώ να το καταλάβω. Έζησα κι εγώ
τ' αγγλικά της δεκαετίας του '80 και ξέρω. Είναι περίπου σαν αυτά που μιλάνε οι πολιτικοί
μας, από καταβολής του Ελληνικού Κράτους. Αλλά εκείνο το ρημάδι το Μαντ Νόρτον;;;
Ειλικρινά, ποια ακριβώς μπουρδοκλανίαση ωθεί μερικούς επιμελητές σε τέτοιας τεράστιας
βαρύτητας παρεμβάσεις, θα μείνει για πάντα μυστήριο, σαν το περιεχόμενο της τσάντας
στο Ronin. Εξαιτίας τους, τα κορίτσια της Κατερίνας και τ' αγόρια του Μπλεκ, μεγάλωσαν
μέσα στο σκότος και την παραπληροφόρηση και πιθανότατα,
για τον ίδιο λόγο, να
κατέληξαν σε μεγαλύτερη ηλικία κλανιάρηδες ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.

Τέλος πάντων, από τους μόρτες στο Comics Trades, μαθαίνουμε επιπλέον ότι στο σενάριο είναι κάποιος RAY COLLINS και ζωή να 'χει το παιδί.

Λοιπόν, ο Μάντ ή Μάντυ ή Σάντυ ή όπως διάολο θέτε να τον φωνάζετε, είναι το αποτέλεσμα αυτού ακριβώς, που ορίζω ως σχεδιαστική ταλεντάρα!!. Ο Seijas συγκεντρώνει όλα εκείνα τα στοιχεία, που τον καθιστούν ΜΕΓΙΣΤΟ!!

1. Ασύγκριτη και ασυγκράτητη σχεδιαστική άνεση, γραμμές που ρέουν πάνω στο χαρτί με αβίαστη φυσικότητα, χωρίς να γίνονται στιγμή ενοχλητικά χαλαρές.

2. Υπεράνθρωπη και απάνθρωπη συνέπεια σε αναλογίες και ακρίβεια φυσιογνωμιών, από καρέ εις καρέν (περίεργο, πάλι μου 'ρθε στο μυαλό ο Rosinski).

3. Άφταστη γνώση ανατομίας και αριστουργηματική φυσικότητα στις θέσεις και στις στάσεις των σωμάτων.

4. Εξαιρετικός δυναμισμός κίνησης, χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολές και θεατρινισμούς. Χαρακτηρίζεται, όμως, από απαράμιλλη θεατρικότητα, που είναι εντελώς διαφορετικό φρούτο.

5. ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΗ τέχνη σκίασης, είτε πρόκειται για γέμισμα, είτε για γραμμοσκίαση, είτε δεν ξέρω 'γω τι άλλο. Λίγοι μπορούν να συγκριθούν μαζί του σε αυτό.

Γενική εντύπωση: εντάξει, ο άνθρωπος έιναι ΘΕΟΥΛΗΣ!!!

Δυστυχώς, ενώ μικρότερος έβρισκα και στο σενάριο μια εσωτερικότητα και μια ποίηση, που με κέρδιζε αμαχητί, πλέον ενηλικότερος βρίσκω τις εκφράσεις εμετικά αφελείς κι απλοϊκές -  τουλάχιστον, όσον αφορά σε τούτες τις δύο μικρές ιστορίες, που έχω κρατήσει και τιτλοφορούνται "ΑΝΤΡΑΣ" και "Ο ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ". Δεν θα ήμουν, ωστόσο, απόλυτος στη θέση μου, καθώς με την ύστερη γνώση του βαρέως πλήγματος, που δέχτηκε αυτό το ίδιο το όνομα του ήρωα από τους εξωγήινους μεταφραστές, θα μπορούσε κάλλιστα το πρωτότυπο κείμενο να ήταν απλά εξαιρετικό. Αυτά και σε κουβέντα να βρισκόμαστε.

Αν όχι από τα must-read λοιπόν, από τα must-see-γουρα. Σας αποχαιρετώ, χαρίζοντάς σας μερικά πανέμορφα και χαρακτηριστικά στιγμιότυπα...

Από τα πιο όμορφα σχέδια, που έχω δει ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ!!!

Προσέξτε με πόσους διαφορετικούς τρόπους μπορεί να σκιάζει, ο παλιο-κερατάς!!!
Και είναι μόνο ένα μικρό δείγμα, έτσι; Απολαύστε, επίσης, άνεση και φυσικότητα σωμάτων.

Μοναδικές φυσιογνωμίες!!!

Συγκρίνετε την εξαιρετική στάση και ανατομία του Seijas,
μ' εκείνη την απύθμενη παπαριά του Hermann στον Πρινς...

Wednesday, July 8, 2015

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ - Σχεδόν του Νίκου Τσιφόρου... [Μερος 2ο]

3. ΤΕΧΝΗ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΤΣΙΦΟΡΟ - Τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι.

Η ολοκλήρωση του τεύχους σε αφήνει με ανάμικτα, αισθητικά αισθήματα. Τα χρώματα είναι τόσο ζωντανά, τόσο έντονα - σχεδόν, θυμίζουν παιδική ζωγραφιά - που σε γεμίζουν καλή διάθεση και χαρουμενιά. Το αποτέλεσμα είναι θετικό και σε κάνει να ξεχνάς ή να παραβλέπεις το εφηβικό σκίτσο. Λέω το σκίτσο "εφηβικό" όχι με δηκτική, παρά με καλή διάθεση. Έχει την μεταβλητότητα και την απόκλιση, που έχουν τα σχέδια ενός ταλαντούχου εφήβου, ο οποίος εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας, υστερεί ως προς την επαρκή καλλιέργεια και τριβή. Αυτά αντανακλούν, συνεκδοχικά, στη σχεδιαστική συνέπεια και τη σταθερή απόδοση. Δεν έχει να κάνει με τις ξεπέτες του Rosinksi, που είναι κι επαγγελματίας, κακό χρονο νά 'χει. Εδώ, ακόμα κι όταν ο Παγώνης βάνει τα δυνατά του, το αποτέλεσμα είναι μέτριο. Ο Παγώνης όμως θριαμβεύει λόγω τιμιότητας. Αυτός είναι, δε σε κοροϊδεύει. Γενικότερα, έχει να κάνει, φαντάζομαι, με τον ελληνικό ερασιτεχνισμό, τον οποίο πάλι δεν εννοώ αρνητικά, αλλά υπό την έννοια ότι έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια ακόμη, ώστε να δούμε επαγγελματίες κομίστες στην χώρα μας.

Είτε ως Ήλιος, είτε ως Ηλιάνα, η φιλοδοξία - εδώ - επίτευξης ενός
αξιοπρεπούς ρεαλισμού, μιας στιβαρής θεϊκότητας, πέφτει στο κενό:
ασυμμετρία και χαλαρότητα. Αδυναμίες, που προφανώς δε γίνονται
εύκολα αντιληπτές στην καρικατούρα.

Εδώ, στη φωτοσκίαση των βράχων, ο Παγώνης δείχνει αντιθέτως
μια αναπάντεχη, σχεδιαστική αντίληψη και ωριμότητα. Δε θα με
εξέπληττε, αν μάθαινα ότι παρ' όλα αυτά είναι ένας ικανότατος ζωγράφος.

Ορίστε, μερικά παραδείγματα ακόμη, ως προς το τι μπορεί να περιμένει κανείς...

Το χρώμα εδώ σώζει πολλά.
Το βασικό σκίτσο είναι μια ξεπέτα του κιαρατά!

Και να θες να το φτιάξεις χειρότερο, δε γίνεται!

Όσοι από εσάς με διαβάζω, θα έχει πέσει στην αντίληψή μου, η ιδιαίτερη εκείνη ευαισθησία, που τρέφω προς το αξιοπρεπές lettering. Με αυτό κατά νου, είναι εύκολο να κατανοήσετε την απερίγραπτη έκπληξη κι ευτυχία μου, καθώς ήδη από το πρώτο καρέ τρακάρω γωνία Μεράκι με Ποιότητα. Αυτό επιβεβαιώνει τη γενική μου θέση, πως δηλαδή τα παιδιά και όρεξη είχαν κι αισθητική αντίληψη είχαν, απλά υστερούσαν κάπως στις ικανότητες.

Εξαιρετικά επαγγελματικό lettering!!! Αυτά να τα βλέπει
εκείνη η αλλήθωρη των Εκδόσεων ΑΛΘΑΓΙΑ.

Τελειώνω με μια μικρή - ίσως αβάσιμη - υποψία, έτσι απλά για να την καταθέσω, σε πείσμα των καιρών, που πλακωνόμαστε όλοι για μιαν ανάληψη. Στο παρακάτω σκίτσο, διακρίνουμε μια διακριτική διαφοροποίηση: η ανατομική στάση και προοπτική σώματος του ήρωα είναι - κατ' εξαίρεση - πολλά κλικ πιο πάνω, από τη γενικότερη, ανατομική μετριότητα του κόμικ. Μη σας ξεγελάει η χαλαρότητα της γραμμής. Αν η γραμμή ήταν στιβαρή κι έμπειρη, το σκίτσο θα ήταν συγκρίσιμο με τα καρικατουρίστικα, αλλά περίτεχνα σώματα των αθλητών του Ολυμπιονίκη Αστερίξ. Ετούτος ο αναπάντεχος εκτροχιασμός από την κανονικότητα του "ΟΚ, άντε άλλο ένα σκίτσο" μ' έβαλε σε υποψίες. Δεν είναι σπάνιο, κάποιος να επηρεάζεται ή να εμπνέεται από αλλού. Άντε θα το πω στα ίσα: δεν είναι σπάνιο κάποιος να κλέβει ή ν' αντιγράφει από αλλού! Έκανα μια μικρή έρευνα, ωστόσο μάταια. Δεν έχω παραιτηθεί ακόμη της υποψίας μου, αλλά το πιθανότερο είναι σύντομα να το ξεχάσω, καθότι έχω και σημαντικότερα πράγματα να κάνω.

Χμμμ, ύποπτη στροφή στην ποιότητα!
Δυστυχώς, δεν είναι στροφή. Απλή στροβοτιμονιά.

4. ΓΕΝΙΚΗ ΕΝΤΥΠΩΣΗ - Καθώς να καθαρίζουνε κρομμύδια.

Καθώς προείπα, το κόμικ είναι αξιοπρεπέστατο, τόσο για τα ελληνικά δεδομένα, όσο και για την εποχή του. Το χιούμορ του συνήθως κρυόκωλο, σπάνια αγγίζει το ύψος του Τσιφόρου, με τον οποίο δεν κατάφερε να βρει μια χρυσή τομή και διατηρεί με τη Μυθολογία του μόνο χαλαρή σχέση. Γενικά, όμως, περνάς καλά κι ενίοτε σε κάνει να χαμογελάς. Κυρίως, με τη σουρεαλιστική επένδυση των φόντων με πλείστες όσες άσχετες λεπτομέρειες, παρά με το κεντρικό γκαγκ. Σε αυτό το τελευταίο, όμως, θα μου επιτρέψετε να επιμείνω λιγάκι. Αλλά, να κι αν δε μου επιτρέψετε!

Υπάρχει ένα ερώτημα, το οποίο με γυροφέρνει και με κατατρώγει, από την πρώτη στιγμή που ξανάπιασα στα χέρια μου ετούτο το ρημάδι, πλέον ως μεσήλικας. Ένα ερώτημα ασύλληπτα σημαντικό, η απάντηση του οποίου - αν θέλω να είμαι τίμιος - είτε θα αφήσει το κόμικ στην ίδια ημι-μέτρια θέση ή θα το εκτινάξει σε ύψη δυσθεώρητα, όσον αφορά στην ανεκτίμητη συμβολή του στην προσωπική μου πορεία και εξέλιξη. Έχει να κάνει, κυρίως, με θέμα δημιουργικού timing: η κότα έκανε τ' αυγό ή το αυγό την κότα; Και κατ' επέκταση: ποιος είναι η κότα και ποιος είναι το αυγό και πόσα απίδια βάνει ο σάκος;

Πριν από (... καθίστε, μετράω...) 20 χρόνια, αποφασίσαμε μ' έναν καλό μου φίλο να τολμήσουμε τη δημιουργία ενός κόμικ. Κάτι κάναμε. Διαβάζοντας τώρα, 20 χρόνια μετά, τον "Ηρακλή", ένιωσα ξάφνου σαν να διαβάζω ξανά τους εαυτούς μας. Αυτό το κρύο χιουμοράκι, πλαισιομένο από αμέτρητες γελοίες και σουρεάλ λεπτομέρειες, ειδικότερες τεχνοτροπίες και ερασιτεχνικές λύσεις σε στήσιμο και ανάπτυξη, ήταν όλα μα όλα deja-vu. Πώς εξηγούνται όλα ετούτα τα μυστηριώδη;;; Δυο πράγματα μπορώ να σκεφτώ: (α) είτε η "Ελληνική Μυθολογία" είχε επηρεάσει την τρυφερή εκείνη ηλικία μας (11-12 χρονών, όταν εκδόθηκε) και μας είχε διαμορφώσει ασυνείδητα, (β) είτε είμασταν κι εμείς, όπως Παγώνηδες και Βλαχάκηδες, "θύματα" της ίδιας προγενέστερης παράδοσης.

Μπορεί τελικά, σε κάποιο βαθμό, να 'ναι και τα δύο εξίσου αληθή. Ο εμπλουτισμός των καρέ με διάσπαρτες, σπιρτόζικες ή παντελώς άσχετες λεπτομέρειες, δεν είναι μια παράδοση ξένη στο ευρωπαϊκό κόμικ, το οποίο διεκδικούσε και το 99% της επιρροής πάνω μας.

Ηρακλής μαινόμενος! Δεν υπάρχει η παραμικρή γωνίτσα του καρέ,
η οποία να έχει μείνει ανέγγιχτη, από φαντασία κι ό,τι να 'ναι.
Καρέ τόσο "βεβαρυμένα", από λεπτομέρειες, δε μπορώ να θυμηθώ
αν έχω ξανασυντήσει. Κάτι-κάτι μου διαφεύγει...

Εδώ το lettering πήγε για ύπνο και το σκίτσο τρισάθλιο. Το ζητούμενο ωστόσο
είναι ο καταιγισμός μαλακίας, ωσάν ο καλλιτέχνης να απεχθάνεται
τους κενούς χώρους. Εννοείται ότι εγκρίνω! :-)

Ακόμη και τούτο το καρέ-κλανιά
δε γλίτωσε από το σουρεαλισμό:
διακρίνουμε τρεις παρεμβάσεις.
Κανένας συμβιβασμός με την
κανονικότητα.

Για να προχωρήσουμε, τώρα, και στην αντιδιαστολή...

Ibanez, ο βασιλιάς των σουρεάλ εξώφυλλων. Το εσωτερικό, αντιθέτως, χαρακτήριζε ένας
ιδιαίτερος μινιμαλισμός, στα όρια της φτώχιας. Μην ξεχνάμε, επίσης, την Οδό Τρέλλας 13,
στο οπισθόφυλλο της Βαβούρας, που ήταν δική του (όχι η Βαβούρα, η Οδός Τρέλλας).

Ο αγαπημένος Αχιλλέας!!! Στη φαντασία του καμουφλάζ είναι έκδηλη
αυτή η ευρηματική νοοτροπία του "ό,τι να 'ναι"...

Ο Λεονάρντο δεν πήγαινε φυσικά πίσω, σε ευρηματικότητα.
Ωστόσο, εκείνο που με σημάδεψε ήταν οι γλώσσες του...

Μετά την αντιδιαστολή και λίγη αντιτριαστολή...

Σχολικές αμαρτίες. Προσέξτε τη γλώσσα, που λέγαμε.
Συγκρίνετε, επίσης, τους κεραυνούς και τους καπνούς
με το αντίστοιχο σκίτσο του Παγώνη! Τυχαίο ή μοιραίο;

Τις παράλληλες αφηγήσεις (αράχνη, τσαλακωμένο φύλλο), διδάχτηκα
επίσης από το Λεονάρντο του De Groot (κρανίο, γάτα-ποντίκι).

Πολύ μεταγενέστερο, γύρω στο '96. Προσέξτε πως,
ομοίως, απεχθάνομαι τους κενούς χώρους...

Ίσως ποτέ να μη μάθουμε την αληθινή αλήθεια. Ίσως όμως και να τη μάθουμε. Ίσως όμως και όχι. Ίσως και ναι. Ίσως, πάλι, είναι ώρα να δώσω χαιρετίσματα σε όλους...

Monday, June 29, 2015

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ - Σχεδόν του Νίκου Τσιφόρου... [Μερος 1ο]

Ο ΝΙΚΟΣ ΤΣΙΦΟΡΟΣ, απ' όσο θυμάμαι τον εαυτό μου να διαβάζει εξωσχολικά βιβλία και άλλα κουλτουριάρικα, ήταν μαζί με τον Ηλία Βενέζη τα δύο κύρια συγγραφικά μου πρότυπα, αλλά - πολύ περισσότερο - ήταν ψυχές αδερφικές. Ο πρώτος με την πηγαία - άλλοτε σπαρταριστή, άλλοτε κυνική - του σάτιρα και την απεριόριστη αγάπη του προς τον άνθρωπο, μέσα στην καθημερινή του μικρότητα και πικρότητα. Ο δεύτερος με την, ασύγκριτης γλυκύτητας, μελαγχολία του, μ' εκείνη την τρυφερή τραγικότητα, η οποία βούλιαζε αργόσυρτα μέσα στα σωθικά σου και σε τεμάχιζε με χάδια, δουλεμένα απά στο τραχύτερο ακόνι. Ο αποχαιρετισμός της εφηβείας, τους άφησε να αχνοσβήνουν στις αναμνήσεις εκείνης της, αθώας ακόμη, πεισιθάνατης ευαισθησίας.

Κάποτε τους ξεπέρασα, χωρίς φυσικά να τους απαξιώσω. Η κοψές τους στα μέσα μου αμβλύνθηκαν τόσο ή τόσο χοντροπέτσιασα ο ίδιος. Μερικά χτυπήματα - όχι θανάσιμα - δέχτηκαν αργότερα. Ο πρώτος από τον Ηλία Πετρόπουλο (θαυμασμός!), ο οποίος βάνει τον Τσιφόρο στην άκρη, ουσιαστικά ως ελάσσονα αστό, δίχως ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά δε θυμάμαι πού το 'χω διαβάσει. Ο δεύτερος τρώγει χοντρή σφαλιάρα - πάντα με το γάντι - από τον Νίκο Καββαδία, ο οποίος διαπιστώνει ότι ήτο κάποτε καλός άνθρωπος, όμως ήρθαν και τον εφάγαν τα σαλόνια. Σκληρό για μένα, να φαντάζομαι τον άνθρωπο, που σημάδεψε την ευαισθησία μου, να χαριεντίζεται και να κωλοτρίβεται σε κοινωνικούς καθωσπρεπισμούς. Πολύ το σοβάρεψα όμως και ξέφυγα, αλλά στην τελική χέστηκα κιόλας, αφου το blog είναι δικό μου και γράφω ό,τι μου κατέβει.

Ο Νίκος Τσιφόρος λοιπόν ήταν ακόμη ιερό τέρας, όταν έπεσε στα χέρια μου ο "ΘΗΣΕΑΣ" ως κόμικ, πρώτος από τους τρεις τόμους της "ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ" (Εκδ. Ελληνικά Κόμικς). Εδώ, όμως, δε θ' ασχοληθούμε με τον Θησέα, καθώς: (α) έχω να τον διαβάσω από τότε, που οι μασχάλες μου ήταν ακόμη άτριχες κι ευωδιαστές και (β) επειδή βαριέμαι να τον ξανα-διαβάσω, τώρα που μιλάμε. Ίσως την άλλη εβδομάδα ή τον άλλο χρόνο, λογαριασμό θα σας δώσω; Μπορώ κάλλιστα, ωστόσο, ν' ασχοληθώ με το δεύτερο τόμο "ΗΡΑΚΛΗΣ", τον οποίο και διάβασα προσφάτως, όχι όμως στο πρωτότυπο, αλλά ως φωτογραφική επανέκδοση του ΒΗΜΑτος. Δεν υπάρχει φυσικά καμία ιδιαίτερη διαφορά, πέρα απ' το γεγονός ότι η επανέκδοση μυρίζει τα γνωστά πετροχημικά της σύγχρονης τυπογραφίας, ενώ η παλιά έκδοση μυρίζει (αγαπημένη) παραδοσιακή μούχλα και κλεισούρα.

Χαχαχα, πολύ γέλιο!!! (και καλά)

Η "Ελληνική Μυθολογία" πρέπει να παραδεχτούμε ότι αποτέλεσε μία από τις πιο αξιόλογες ελληνικές προσπάθειες, ειδικά για την εποχή της. Γι' αυτό, αξίζει τον κόπο να την εξετάσουμε στη συνέχεια, σημείο προς σημείο, ως προς τα καλά και τα στραβωμένα της, ανάκατα και σωρηδόν...

1. ΤΣΙΦΟΡΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΕΥΗ - Ο Δάσκαλος με την εφημερίδα.

Αν λάβει κανείς τον κόπο να διαβάσει την απολαυστική "Ελληνική Μυθολογία" του Τσιφόρου, θα καταλάβει διαμιάς τι παίζει εδώ. Για τους ειλικρινά ενδιαφερόμενους, τα κεφάλαια για τον Ηρακλή ξεκινούν (χονδρικά) από τη σελίδα 419 με το "Ο Ήρωας Νούμερο Ένα" και σας το επισημαίνω, γιατί στην δική μου, παλιά έκδοση του ΕΡΜΗ, δεν υπάρχουν περιεχόμενα κι είδα κι έπαθα να το βρω. Άλλοι καραγκιόζηδες κι αυτοί, ένα περιεχόμενο θα τους έπεφτε ο κώλος να το συμπληρώσουν;; Τέλος πάντων.

Επαναλαμβάνω, λοιπόν, ότι αν λάβει κανείς τον κόπο να διαβάσει την "Ελληνική Μυθολογία", θα διαπιστώσει εύκολα ότι οι ΒΛΑΧΑΚΗΣ (Κείμενο) και ΠΑΓΩΝΗΣ (Σκίτσο) δεν αναπαράγουν τον Τσιφόρο ακριβώς, αλλά βασίζονται σε αυτόν, αλλού πιστότερα κι αλλού χαλαρότερα (πολύ χαλαρότερα όμως). Γι' αυτό θα έπρεπε να επισημαίνουν - πιο ορθά - ότι το κόμικ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ η Μυθολογία του Ν. Τσιφόρου, αλλά ΕΙΝΑΙ ΒΑΣΙΣΜΕΝΟ στη Μυθολογία του Ν. Τσιφόρου!!! Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό κι ίσα-ίσα θεωρώ ότι ωφέλησε το τελικό αποτέλεσμα, παρά το ζημίωσε. Τα παιδιά (δηλ. οι δημιουργοί - φαντάζομαι παιδιά θα ήταν το 1986) αποτύπωσαν εμφανώς την προσωπική τους σφραγίδα και χαιρόμαστε γι' αυτό. Η προσωπική τους σφραγίδα, όμως, ρέπει προς την υπερβολή, τη γελοιότητα (με την καλή έννοια) και το σουρεαλισμό τύπου "Βαβούρας", παρά προς την ισορροπημένη σάτιρα του Τσιφόρου.

Το να παραθέτεις αυτούσια αποσπάσματα από το βιβλίο, είτε ως εισαγωγή, είτε ως sauce με δυόσμο και βασιλικό διάσπαρτα μέσα στην πλοκή, εμένα προσωπικά μου δημιουργεί περισσότερο την εντύπωση μιας ατελώς επεξεργασμένης ή αποτυχημένης διασκευής - για να μην πω ξεπέτας - παρά κανενός φόρου τιμής προς τον Τσιφόρο. Είναι σαν να πας να κόψεις τυρί για μακαρόνια με το τσεκούρι, αντί με τον τρίφτη. Αντί ν' ανακατευτούν γεύση και ουσία ομοιόμορφα σε κάθε σου μπουκιά, καταλήγεις μια να μασάς Τσιφόρο και μια να μασάς το καπέλο του Ρόμπαξ.

Ο Τσιφόρος γράφει "Ο Τέλειος Μάγειρος". Ο Βλαχάκης κι ο
Παγώνης θεώρησαν ότι είναι πιο αστείοι από τον Τσιφόρο.
Χαχαχα, πολύ πλάκα!!! (και καλά)

2. ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΧΩΡΙΣ ΤΣΙΦΟΡΟ - Μια ελλιπής μερίδα.

Ας αφήσουμε λοιπόν τον Τσιφόρο - προτού πιαστούμε στα χέρια - κι ας εξετάσουμε συνολικά κι αντικειμενικά αν, παρά τις φαρμακερές μπηχτές, η ανάπτυξη απλώθηκε συμμετρικά, φρόνιμα και ομοιόμορφα σε όλο το πλάτος, το μήκος και το βάθος του εικονογραφηγήματος. Λοιπόν τι; Μπλαι. Τι Μπλαι; Μπλαι και πούτσαι!

Τα έκαναν τόσο κουλουβάχατα στην κατανομή της πλοκής, ώστε ο 12ος άθλος έφτασε να περισσεύει σα τον κώλο της χοντρής, στο σκαμπό της κουζίνας. Όχι μόνο ξεπετάχτηκε με μια εκβιασμένη κι ασθμαίνουσα απεικόνιση του Κέρβερου (κοινώς: προχειράντζα) αλλά ενδύθηκε και με μια δικαιολογία τόσο καταφανέστατα φτηνή, τόσο αποτυχημένου, εξυπνακίστικου σουρεαλισμού, που μετατρέπει την αποτυχία από ανθρώπινη σε παταγώδη. Είναι ολοφάνερο ότι ουδέποτε καταστρώθηκε ένα στοιχειώδες story-board, ένα προ-μελέτημα της ανάπτυξης. "Ρε συ, μένει μόνο μια σελίδα ακόμα" αναφώνησε έντρομος ο Παγώνης. "Ναι ρε συ; Ωχ μαλακία. Δεν πειράζει, κάπως θα τα βολέψουμε. Μην αλλάξεις ακόμη την τιμή στο οπισθόφυλλο" ανταπάντησε ο Βλαχάκης. Ολόκληρη η νεο-ελληνική κουλτούρα της δεκαετίας του '80 συμπυκνωμένη.

Στο κάτω-κάτω, μόνο για 48 σελίδες πληρώσαμε...

Να εξετάσουμε, έστω ακροθιγώς, αν η κακοτυπία ετούτη θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί.

Α. Από το έμπα κιόλας του κόμικ, οι προθέσεις των δημιουργών μας βομβαρδίζουν, δίχως έλεος! Διακατέχονται προφανώς από τόσον ατιθάσευτο ενθουσιασμό, ώστε αφιερώνουν 4 (!!!) ολόκληρες σελίδες, φλυαρώντας και ξεχειλώνοντας το διάλογο μεταξύ Ήρας και Διός, όσο δεν παίρνει. Χωρίς ιδιαίτερο χιούμορ (ούτε καν), ώστε να κερδηθεί έστω ένα μέρος από ό,τι τέλος πάντων χάνεται.

Β. Άλλες δυο σελίδες "καίγονται" τσάμπα, στη συνέχεια, καθώς τους πιάνει η κωλο-καούρα να συμπεριλάβουν στην πλοκή κι εκείνο το περιστατικό με την Αρετή και την Κακία, κάτι το οποίο ουδέποτε απαντάται στην αφήγηση του Τσιφόρου. Πως; Τι; Το ξαναλέω: 2 ολάκερες σελίδες πεταμένες, σε κάτι που έχει με τη Μυθολογία του Νίκου Τσιφόρου τόση σχέση, όση έχει κι ο Επιταχυντής Αδρονίων.

Γ. Οι επισκέψεις σε Μαντείο και Μυκήνες, αργότερα, πλατειάζουν εκ νέου και θα μπορούσαν κάλλιστα να συμπυκνωθούν. Ούτε ο Κοπρέας μας ενδιαφέρει τόσο, ούτε οι καλλιτεχνικές ανησυχίες του Παγώνη, που χρειάζεται τα 2/3 της σελίδας 21, για να μας αποκαλύψει τη διαδικασία άντλησης των χρησμών. Ρε παληκάρι, αν ήθελες να μας αποδείξεις ότι έχεις φαντασία, τότε ας φανταζόσουν τον εαυτό σου ως αναγνώστη, που θα δώσει το χαρτζιλίκι του για πάρτη σου. Ίσως και να κερδίζαμε κάτι, με τον τρόπο αυτό.

Στην τελική, άμα δε σας έφτανε ο χώρος, ας δουλεύατε με το σχήμα των 62 σελίδων αλά Τεντέν κι όχι μ' εκείνο των 48 τύπου Αστερίξ. Άνετα, φτάνει κανείς στο συμπέρασμα, ότι με λίγη ορθολογική χρήση του χώρου και μια δόση πρόνοιας, ο χώρος θα επαρκούσε όχι μόνο για τον 12ο άθλο, αλλά πιθανότατα και για το επεισόδιο με το φαρμακωμένο χιτώνα ή κάποιο άλλο σημαντικό συμβάν του Ηράκλειου βίου. Δεν καταλογίζω, φυσικά, κακή πρόθεση κι όσα λέω, τα λέω περισσότερο χάριν της ειρωνίας, παρά της αληθείας. Ωστόσο, είναι μια ένδειξη ότι το ελληνικό κόμικ βρισκόταν ακόμα στα σπάργανα. Υπήρχε ζήλος ξέχειλος, αλλά η ωριμότητα κι ο επαγγελματισμός ήταν ακόμη δυσεύρετα. Οποιαδήποτε σύγκριση, φυσικά, με την ευρωπαϊκή παραγωγή της εποχής, θα προκαλούσε συμπτώματα παρόμοιας σοβαρότητος και ισχύος, μ' εκείνα των πρώτων σταδίων της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής.

Sunday, February 15, 2015

ΜΠΛΕΪΚ & ΜΟΡΤΙΜΕΡ - Οι 3 Φόρμουλες της Επιτυχίας...

Εντάξει. Όποιος από εσάς πίστεψε ότι υπάρχουν φόρμουλες επιτυχίας (και μάλιστα τρεις!) ή πολύ αφελής είναι ή έχει πατέρα υπουργό. Ωστόσο, υπάρχουν "ΟΙ 3 ΦΟΡΜΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΣΑΤΟ" (Εκδ. ΜΑΜΟΥΘΚΟΜΙΞ), αν σας κάνει καμία διαφορά. Σε τούτο το τελευταίο από τα original τεύχη, ο Jacobs ξεδιπλώνει με περισσή ωριμότητα (και λίγη βαρεμάρα πια για εμάς, τους αναγνώστες), όλα τα στοιχεία εκείνα που τον ξεχώρισαν και τον καθιέρωσαν, με το χέρι ενός αληθινού χειρούργου: εκπληκτικά τοπία, εξαιρετική απόδοση του ιαπωνικού χρώματος και πολιτισμού, άριστη αποτύπωση του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος, δεμένη πλοκή και επαγγελματική κλιμάκωση της δράσης. Ο Jacobs είναι αυτό που θα λέγαμε "ήρεμη δύναμη". Έχει φτάσει πλέον σε ένα επίπεδο, που δε χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ. Με το τελευταίο δεν εννοούμε ότι τεμπελιάζει ή πλαδαρεύει, όπως κατάντησε ο ύστερος Uderzo ή ο γερο-Morris, αλλά αντιθέτως πως η υψηλή τέχνη - της οποίας είναι αδιαμφισβήτητος κάτοχος - κυλάει αβίαστα από μέσα του, σαν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Άριστος εκπρόσωπος του ευρωπαϊκού πνεύματος και της φινέτσας, μας αποχαιρετά σε αυτό εδώ το τελευταίο του τεύχος, κι αν με ρωτήσετε προσωπικά, ευτυχώς και πολύ καλά έκανε (δεν ήταν, βέβαια, απαραίτητο να πεθάνει ο άνθρωπος, θα μπορούσε να πάθει απλά πχ. μια χρόνια τενοντίτιδα).

Γιατί, παρά τις εξαιρετικές του ικανότητες, ο Jacobs παραμένει προσκολλημένος στα ίδια και τα ίδια. Νισάφι πια μ' εκείνη την ποντικομαμή, το Συνταγματάρχη Όλρικ και το τσιράκι του Σάρκυ!! Λες και χάθηκαν οι κομπλεξικοί κακοί με τα δυσκοίλια παιδικά χρόνια, σ' ολάκερο πλανήτη! Η νεκρανάσταση του κλυσματικού Όλρικ έχει με την έκπληξη τόση σχέση, όση έχει το μισό Χόλιγουντ με το ταλέντο. Αν ο γεροντοκόρος Συνταγματάρχης ήταν εφτάψυχη γαλή θα είχε πεθάνει εδώ και τρία τεύχη, αν ήταν σόλα στο πόδι παραπληγικού θα είχε λιώσει ήδη από πρόπερσι.

Δυστυχώς, ο αγαπημένος Jacobs αδυνατεί να εξελίξει τους ήρωες και το περιβάλλον του. Ο κύκλος έχει ήδη αρχίσει να γίνεται φαύλος κι αν ακολουθούσαν μερικά τεύχη ακόμα, θα τα αντιμετωπίζαμε σαν το Hobbit στη σκιά του LOTR ή σα προχθεσινό, ξαναζεσταμένο γιουβέτσι. Σε αντίθεση με τον master Hergé, ο οποίος φρόντιζε να εμπλουτίζει ολοένα τις περιπέτειές του με νέα πρόσωπα σε κεντρικούς ή άλλους ρόλους, ο Jacobs μας τρίβει στη μούρη τις ίδιες και τις ίδιες κωλόφατσες. Και να 'ταν και καμία συμπαθητική, να πεις πάει στα κομμάτια! Έλα όμως, που είναι όλες για τον μπούτσο καβάλα, ψώνια και κομπλεξικοί, οι μισοί σα να 'χουν καταπιεί παγοκολώνα και οι άλλοι μισοί λακέδες του χειρίστου είδους! Έναν νορμάλ άνθρωπο εκεί μέσα δε θα βρεις. Σε αντίθεση με τους γραφικούς μισότρελους - και γι' αυτό ερωτεύσιμους - τυπάκους του δάσκαλου Hergé, εδώ συναντάμε κυρίως φλεγματικούς κι ανέραστους καραγκιόζηδες των σαλονιών και των κολαριστών γελέκων.

Τέλος πάντων, αφού είδε κι απόειδε ο Χάροντας ότι με τον Όλρικ δεν πάνε και πολύ καλά οι δουλειές, στράφηκε στον ίδιο τον Jacobs, όπου δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερα προβλήματα κι ο άνθρωπος πέθανε κάποιο πένθιμο του φθινοπώρου δείλι, όπως πεθαίνουν όλοι οι ανθρώποι, δηλαδή οριστικά κι ανεπιστρεπτί. Το βαρύ χρέος της ολοκλήρωσης του τελευταίου αυτού έργου ανέλαβε ο βέλγος comist-ας BOB DE MOOR, ο οποίος δεν είχε καλύτερη τύχη απ' τον προκάτοχό του: μία που εκδόθηκε ο δεύτερος τόμος το 1990 και μία που πέθανε το 1992. Κομπλέ. Πάντως, άξιος συνεχιστής, ο Bob διατήρησε άριστα το ρυθμό και την ατμόσφαιρα της αρχικής ιστορίας, τόσο με την ικανότητά του στο πενάκι και την καθαρή γραμμή, όσο και με την ικανότητά του να αποδώσει τους ήρωες το ίδιο ηλίθιους και σπασαρχίδες, όπως τους παρέλαβε. Άξιος, άξιος! Γι' αυτό θα του κάνω τη χάρη και δε θα κριτικάρω τη δική του δουλειά, παρά θα κλείσω με 2-3 μόνο σχόλια πάνω στην αισθητική εμπειρία του 1ου τεύχους.

Να είστε πάντα καλά και να διαβάζετε (comics εννοείται)!!!
 
Ο ίδιος άνθρωπος που ζωγραφίζει αυτό...
... αυτό...
... κι αυτό...
... είναι ικανός να ζωγραφίσει κι αυτήν την απερίγραπτη παπαριά,
αυτό το τσουνάμι καλλιτεχνικού σπέρματος, για παιδιά προγεννητικής ηλικίας!!!
Να μην ξέρεις πού τελειώνει ο δάσκαλος...
... και πού ξεκινάει ο μαθητής!